αχρέωτος

αχρέωτος
-η, -ο
αυτός που δεν είναι χρεωμένος, αυτός που δεν είναι γραμμένος στη στήλη χρέωσης εμπορικού βιβλίου: Τα εμπορεύματα που στείλαμε στον Α είναι αχρέωτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αχρέωτος — η, ο [χρεώνω] 1. αυτός που δεν είναι χρεωμένος, που δεν χρωστάει 2. (για κτήματα) αυτός που δεν βαρύνεται με χρέος ή υποθήκη 3. αυτός που δεν καταχωρίστηκε στη στήλη «χρέωση» βιβλίου ή λογαριασμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”